Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι σαφής και δε χωρά παρερμηνείες: Ιάσιμη ή ανίατη ασθένεια η οποία έχει ως αποτέλεσμα σωματική, διανοητική ή ψυχική μειονεκτικότητα μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της αναπηρίας. Η μείωση του ωραρίου εργασίας μπορεί να αποτελεί ένα από τα μέτρα προσαρμογής που οφείλει να λαμβάνει ο εργοδότης προκειμένου τα άτομα με αναπηρία να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν την εργασία τους. Η οδηγία για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία θεσπίζει γενικό πλαίσιο για την περιστολή, μεταξύ άλλων, των δυσμενών διακρίσεων λόγω αναπηρίας. (Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία). Η ως άνω οδηγία μεταφέρθηκε στο δανικό δίκαιο με τη νομοθεσία που αφορά την απαγόρευση των διακρίσεων στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, κατά το δανικό εργατικό δίκαιο ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας με ‘μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως’ ενός μηνός εφόσον ο εργαζόμενος έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας, λαμβάνοντας μισθό, πλέον των 120 ημερών κατά τη διάρκεια των δώδεκα τελευταίων μηνών. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά την οδηγία ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα και εύλογα μέτρα ώστε, μεταξύ άλλων, τα άτομα με αναπηρία να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε θέση εργασίας, να ασκούν ή να προάγονται στο επάγγελμά τους. Η μείωση του ωραρίου εργασίας, ακόμη και αν δεν ενέπιπτε στην έννοια του «ρυθμού εργασίας», της οποίας γίνεται ρητή αναφορά στην οδηγία, θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεδειγμένο μέτρο προσαρμογής στις περιπτώσεις όπου η μείωση του ωραρίου εργασίας καθιστά δυνατή για τον εργαζόμενο τη συνέχιση της ασκήσεως του επαγγέλματός του. Εναπόκειται, όμως, στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν, εν προκειμένω, η μείωση του ωραρίου εργασίας ως μέτρο προσαρμογής συνεπάγεται δυσανάλογη επιβάρυνση των εργοδοτών. Επίσης, αντιβαίνει στην οδηγία εθνική διάταξη η οποία προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τηρώντας μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως αν ο συγκεκριμένος εργαζόμενος με αναπηρία έχει απουσιάσει λόγω ασθενείας, λαμβάνοντας μισθό, πλέον των 120 ημερών κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες στην περίπτωση που οι απουσίες αυτές είναι αποτέλεσμα της παραλείψεως του εργοδότη να λάβει τα ενδεδειγμένα και εύλογα μέτρα προσαρμογής προκειμένου το άτομο με αναπηρία να έχει τη δυνατότητα να παρέχει την εργασία του. Ενώ τέλος, η εθνική διάταξη που προβλέπει τη μειωμένη προθεσμία προειδοποιήσεως ενδέχεται να εισάγει δυσμενή διάκριση εις βάρος των ατόμων με αναπηρία. Άμεση διάκριση συντρέχει όταν ένα άτομο υφίσταται, λόγω αναπηρίας, μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, σε ανάλογη κατάσταση, ένα άλλο άτομο. Έμμεση διάκριση συντρέχει όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου με μια ορισμένη αναπηρία σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν τούτο μπορεί να δικαιολογηθεί. Η εθνική διάταξη εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο για τα άτομα με αναπηρία όσο και για τα άτομα χωρίς αναπηρία τα οποία έχουν απουσιάσει πλέον των 120 ημερών λόγω ασθενείας. Μετά από τη δημοσίευση της ανωτέρω αποφάσεως, η Ένωση επικύρωσε τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (Απόφαση 2010/48 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία).

Share on Pinterest
There are no images.