Τεράστιο χάσμα στην ποιοτική απασχόληση για τα Άτομα με Αναπηρία (ΑΜΕΑ), αντιμετωπίζει συνολικά η ΕΕ.
Τεράστιο χάσμα στην ποιοτική απασχόληση για τα Άτομα με Αναπηρία (ΑΜΕΑ), αντιμετωπίζει συνολικά η ΕΕ, με την κατάσταση στην Ελλάδα να είναι ακόμα χειρότερη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας διαθέσιμης έκθεσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ατόμων με Αναπηρία με τίτλο «Δικαίωμα στην Εργασία», στη χώρα μας μόλις το 32,7% των ΑΜΕΑ, έχει καταφέρει να εργάζεται. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, με την Ιρλανδία να ισοδυναμεί με την Ελλάδα και να έπονται η Κροατία με 37% και με 39% η Ισπανία. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος εργασίας είναι στο 51,3% για ΑΜΕΑ που έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν ως μισθωτοί.
Αν εξετάσουμε την πλήρη απασχόληση η κατάσταση είναι ακόμη πιο άσχημη, ειδικά για τις γυναίκες με αναπηρία. Σε 11 χώρες, λιγότερο από το 20% των γυναικών με αναπηρία απασχολούνται με πλήρη απασχόληση. Μεταξύ αυτών: Ιρλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Πολωνία, Ουγγαρία, Κροατία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες με αναπηρία είναι, κατά μέσο όρο, πιο μορφωμένες από τους άνδρες με αναπηρία.
Το χάσμα μεταξύ των ποσοστών απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία και χωρίς αναπηρία -το «χάσμα στην απασχόληση των ατόμων με αναπηρία»- είναι σαφές και ποικίλλει πάρα πολύ. Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 24,4 ποσοστιαίες μονάδες – αλλά οι διαφορές στα κράτη μέλη με τις χειρότερες επιδόσεις είναι πολύ μεγαλύτερες: Ιρλανδία 38,6, στο Βέλγιο 36,3 ποσοστιαίες μονάδες, στη Βουλγαρία 33 ποσοστιαίες μονάδες). Η χαμηλότερη διαφορά (Πορτογαλία) εξακολουθεί να είναι 18,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Η έκθεση βρήκε αρκετούς λόγους για αυτό το χάσμα- μεταξύ των οποίων η έλλειψη παροχής εύλογων προσαρμογών, οι διακρίσεις και το στίγμα που υφίστανται τα άτομα με αναπηρία και η έλλειψη πρόσβασης σε συμπεριληπτική και ποιοτική εκπαίδευση.
Όσον αφορά στις εύλογες προσαρμογές, τα κοινά ζητήματα περιλαμβάνουν περιορισμένη χρηματοδότηση και υποστήριξη, υπερβολική γραφειοκρατία για πρόσβαση σε εύλογες προσαρμογές (επιβάρυνση τόσο για τους εργοδότες όσο και για τους εργαζόμενους) και την περιορισμένη διαθεσιμότητα πληροφοριών σχετικά με την κρατική στήριξη. Παρά το γεγονός ότι η οδηγία της ΕΕ για την ισότητα στην απασχόληση έχει τεθεί σε ισχύ από το 2000, δεν υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές προσαρμογής, ενώ ακόμη και απλά αιτήματα όπως η μετάβαση σε μερική απασχόληση συχνά απορρίπτονται σύμφωνα με τον Βασίλη Αγγελόπουλο και την naftemporiki.gr.
Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης ότι τα άτομα με αναπηρία εξακολουθούν να κερδίζουν λιγότερα όταν εργάζονται, παρόλο που χρειάζονται περισσότερο εισόδημα για να αντιμετωπίσουν το πρόσθετο κόστος ζωής σε μια κοινωνία που εισάγει διακρίσεις και δεν είναι προσβάσιμη. Τα έξοδα στέγασης και μεταφοράς, για παράδειγμα, συνιστούν δυσανάλογα υψηλή επιβάρυνση για τα άτομα με αναπηρία σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς αναπηρία. Η έκθεση εξηγεί ότι τα άτομα με αναπηρία επιβαρύνονται επίσης με υψηλότερο κόστος για την απασχόληση, όπως η πληρωμή για ειδική μεταφορά λόγω απρόσιτων δημόσιων συγκοινωνιών, επιπλέον για προσωπική βοήθεια σε πιο βολικές ώρες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η έκθεση που κυκλοφόρησε σήμερα καλεί τις χώρες της ΕΕ να συνεχίσουν να παρέχουν επιδόματα αναπηρίας ακόμη και όταν οι άνθρωποι εργάζονται με πλήρη απασχόληση – ως μέσο για την αντιστάθμιση αυτών των δαπανών. Εξακολουθεί να είναι σύνηθες φαινόμενο οι εργαζόμενοι με αναπηρία στα κράτη μέλη της ΕΕ να χάνουν το μεγαλύτερο μέρος ή όλο το αναπηρικό επίδομά τους όταν αρχίζουν να εργάζονται. Στην πραγματικότητα, τα άτομα με αναπηρία είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια στην εργασία από τα άτομα χωρίς αναπηρία.
Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης την κοινή χρήση επιβλαβών μοντέλων απασχόλησης που, ενώ συχνά δημιουργούνται με καλές προθέσεις, καταλήγουν να προκαλούν διακρίσεις και σε ορισμένες περιπτώσεις να εκμεταλλεύονται τα άτομα με αναπηρία. Τα μοντέλα προστατευμένης απασχόλησης – επιχειρήσεις που γενικά απασχολούν την πλειονότητα των ατόμων με αναπηρία σε κλειστά περιβάλλοντα – είναι ιδιαίτερα προβληματικά καθώς οι εργαζόμενοι έχουν συχνά χαμηλότερους μισθούς (μερικές φορές κάτω από τον κατώτατο μισθό), κακές συνθήκες, λιγότερες ευκαιρίες σταδιοδρομίας και έλλειψη σταθερότητας.
Η έκθεση διατυπώνει μια σειρά συστάσεων προς τις δημόσιες αρχές – συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ και των χωρών μελών της:
- Να επιτρέπεται στα άτομα να διατηρούν τα αναπηρικά επιδόματα αναπηρίας όταν εργάζονται
- Απαγόρευση της πρακτικής πληρωμής ατόμων με αναπηρία κάτω από τον κατώτατο μισθό – και προώθηση μοντέλων απασχόλησης που διευκολύνουν τη μετάβαση προς την ένταξη στην ανοιχτή αγορά εργασίας.
- Προώθηση αποτελεσματικών πρακτικών για πρόσβαση σε εύλογες προσαρμογές και απασχόληση ατόμων με αναπηρία που επηρεάζονται από άλλες μορφές περιθωριοποίησης.
Η ευρωβουλευτής Katrin Langesiepen, πρόεδρος της Διακομματικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για θέματα Αναπηρίας και αντιπρόεδρος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, δήλωσε: «Το να έχουμε δουλειά είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή μας. Όπως φαίνεται σε αυτή την έκθεση, υπάρχει ένα πολύ πραγματικό ζήτημα των ατόμων με αναπηρία που αποκόπτονται εντελώς από την αγορά εργασίας και μια παράλληλη κρίση για όσους καταφέρνουν να βρουν εργασία καθώς πληρώνονται κάτω από το κατώτατο ημερομίσθιο, εργάζονται σε χωριστά περιβάλλοντα και στερούνται τα βασικά τους δικαιώματα».